συχωροχάρτι

συχωροχάρτι
το, Ν
βλ. συ(γ)χωροχάρτι(ο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συχωροχάρτι — το 1. έγγραφη άφεση αμαρτιών: Στο μεσαίωνα οι καθολικοί ιερείς πουλούσαν συχωροχάρτια στους πιστούς. 2. σημείωμα με τα ονόματα των νεκρών μιας οικογένειας που δίνεται στον παπά τα ψυχοσάββατα για να το διαβάσει στην εκκλησία. 3. το να προαχθεί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγχωροχάρτι(ο) — και συχωροχάρτι, το, Ν 1. έγγραφη άφεση αμαρτιών που έδινε εκκλησιαστική αρχή, κυρίως ο πάπας, έναντι αμοιβής, αλλ. συγχωρητήριο ή συγχωρητικό 2. παροχή συγγνώμης 3. φρ. «τού έδωσαν συ(γ)χωροχάρτι» α) τόν συγχώρησαν β) τού έδωσαν απολυτήριο ή… …   Dictionary of Greek

  • συγχωροχάρτι — Λέγεται και συχωροχάρτι. Εκκλησιαστικό «γράμμα», που χορηγούσαν οι πάπες της Ρώμης για άφεση των αμαρτιών των πιστών, με την καταβολή ανταλλαγμάτων, που προορίζονταν για φιλανθρωπικούς κυρίως σκοπούς. Η παροχή των σ. ήταν συνηθισμένη στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”